γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
συγγάλακτος — ον, ΜΑ ομογάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γάλακτος (< γάλα, ακτος), πρβλ. ἀπο γάλακτος] … Dictionary of Greek
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek
ՀԱՄՇԻՐԱԿ — ( ) NBH 2 0029 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. պ. հէմշիրէ. այսինքն Կաթնակից. սննդակից. դայեկորդի. ὀμογάλακτος collactaneus. *Համշիրակք եւ սննդակից էին միմեանց. Հ. հոռի. ՟Թ.: *Համշիրակ, կաթնակից. Հին բռ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γαλαδερφός — ο θηλ. ή αυτός που θήλασε από την ίδια μητέρα, ο ομογάλακτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)